αυτοβοήθεια

αυτοβοήθεια
η
1) помощь самому себе; 2) юр. право самозащиты, самообороны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αυτοβοήθεια" в других словарях:

  • αυτοβοήθεια — Νομικός όρος που σημαίνει το δικαίωμα που έχει ένα άτομο να υπερασπίζεται τον εαυτό του, όταν η ζωή του ή η ελευθερία του βρίσκονται σε κίνδυνο εξαιτίας των εχθρικών ενεργειών κάποιου άλλου ή άλλων ατόμων. Η α. αποτελεί, κατ’ επέκταση, δικαίωμα… …   Dictionary of Greek

  • αυτοβοήθεια — η το να βοηθάει κανείς τον εαυτό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… …   Dictionary of Greek

  • Σμάιλς, Σάμουελ — (Smiles). Σκοτσέζος συγγραφέας (Χάντιγκτον, Μπερσάιρ 1812 Κένσιγκτον 1904). Ήταν γιατρός και αφιερώθηκε στην ανάπτυξη των μεταρρυθμίσεων, κοινωνικών και πολιτικών κατά το πνεύμα της σχολής του Μάντσεστερ. Έγραψε: Η ζωή του Τζωρτζ Στήβενσον (1857) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»